παλιμπράτης

παλιμπράτης
παλιμπράτης, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλιμπράτην — παλιμπράτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλιμπρατώ — παλιμπρατῶ, έω (Α) [παλιμπράτης] είμαι μεταπωλητής, μεταπωλώ …   Dictionary of Greek

  • παλιμπώλης — παλιμπώλης, ὁ (Α) παλιμπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”